- ῥαγόεις
- ῥᾰγόεις, εσσα, εν, ([etym.] ῥαγή)A torn, rent, burst,
δέρος Nic.Th.821
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δέρος Nic.Th.821
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ραγόεις — εσσα, εν, Α [ῥάγος] αυτός που είναι γεμάτος ρήγματα, γεμάτος ρωγμές … Dictionary of Greek